γυαλιστής

γυαλιστής
ο
1. στιλβωτής
2. ο Ιούλιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυάλινος — (I) η, ο (AM υάλινος, η, ον) κατασκευασμένος από γυαλί. (II) και γιουλιανός, ο ο Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυαλινός < γυαλίζω. Το επίθετο αυτό και το επίθ. γυαλιστής* χαρακτηρίζουν τον μήνα Ιούλιο, επειδή «γυαλίζει», ωριμάζει τα σταφύλια. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”